- σ(υ)κωταριά
- σ(υ)κωταριάητο συκώτι ενός ζώου μαζί με τα άλλα εντόσθια.σκωταριάησκωταριά, η και συκωταριά, ητα εντόσθια του ζώου: Κράτησαν τη σκωταριά του αρνιού για να φτιάξουν κοκορέτσι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.